- αθηρωματώδης
- -ες [αθήρωμα]1. ο σχετικός με το αθήρωμα, αυτός που χαρακτηρίζεται από αθήρωμα2. φρ. «αθηρωματώδης κύστη» Ιατρ.κύστη από κατακράτηση σμήγματος (τού λιπαρού υλικού που προστατεύει το δέρμα από την ξήρανση), λόγω αποφράξεως τού εκφορητικού πόρου ενός σμηγματογόνου αδένα ή τού θυλάκου τής τρίχας, στον οποίο εκβάλλει ο αδένας αυτός.
Dictionary of Greek. 2013.